Χάρτης Αρχαίας Κορινθίας
Η αρχαία Κορινθία κάλυπτε μια έκταση 900 τ. χλμ. Ήδη από τον 8ο αι. π.Χ. ήταν μια πλούσια και ισχυρή «πόλη – κράτος». Τα όρια της Κορινθίας έφταναν μέχρι την Μεγαρίδα. Προς νότο, συνόρευε με τις Κλεωνές και την Αργολίδα. Δυτικά, γειτνίαζε με την Σικυωνία. Στα ανατολικά, είχε θαλάσσια σύνορα με την Αίγινα. Μέσα στα τείχη, στους πρόποδες του Ακροκορίνθου, αναπτύχθηκε η πόλη της Κορίνθου, το πολιτικό κέντρο της Κορινθίας. Στην ύπαιθρο χώρα υπήρχαν διάσπαρτοι μικρότεροι οικισμοί, οι λεγόμενες κώμες. Ορισμένα ονόματά τους μάς είναι γνωστά από τις αρχαίες πηγές: Σολυγεία, Τενέα, Κρομμυὼν, Σιδοῦς, Θερμά, Πείραιον, Οἰνόη, Λέχαιον, Κεγχρεαὶ, Σχοινοῦς, Ἀσαὶ, Κρώμνα, Μαυσὸς, Μέλισσος, Βουκέφαλος, Πέτρη.
Οικισμοί και Ιερά
-
Λιθόστρωτος δρόμος που χρησιμοποιούνταν για την από ξηράς μεταφορά πλοίων, πάνω σε τροχοφόρο όχημα («Ολκός νεών») από τον Σαρωνικό στον Κορινθιακό κόλπο και αντιστρόφως.
Αποκαλύφθηκε το δυτικό του τμήμα σε μήκος 255 μ. στην πλευρά της Πελοποννήσου και σε μήκος 204 μ. στην Στερεά Ελλάδα, μέσα στις εγκαταστάσεις της Σχολής Μηχανικού.
Το πλάτος του είναι 3,40 – 6,00 μ. Είναι στρωμένος με κανονικούς πώρινους κυβόλιθους και στο μέσον του φέρει δύο αυλακώσεις σε απόσταση 1,50 μ. Στο δυτικό άκρο του κατέληγε σε λιθόστρωτη αποβάθρα.
Η κατασκευή του Διόλκου προέκυψε από την ανάγκη για γρήγορο πέρασμα των πλοίων από τον Σαρωνικό στον Κορινθιακό κόλπο και αντίστροφα, έγινε στις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα και συνδέεται με την τυραννίδα του Περίανδρου στην Κόρινθο. Το δυτικό άκρο του ανακατασκευάσθηκε στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα.
Χρησιμοποιείτο για τη μεταφορά μικρών, κυρίως πολεμικών σκαφών. Τέτοια χρήση βεβαιώνεται από τις πηγές ως τον 9ο μ.Χ. αιώνα.
-
Η Περαχώρα αποτελεί τμήμα της επικράτειας της αρχαίας αλλά και της σύγχρονης Κορινθίας, εκτεινόμενη βόρεια του Ισθμού. Είναι αξιοσημείωτο ότι και σήμερα διατηρεί εν πολλοίς το αρχαίο της όνομα, Πειραίον ή Περαία [γη], που σημαίνει την περιοχή πέρα από τη θάλασσα καθώς κοιτάζει κανείς βόρεια της Κορίνθου.
Δύο είναι τα σπουδαιότερα τοπόσημα της Περαχώρας. Το ένα φυσικό, η σπάνιας ομορφιάς λιμνοθάλασσα της Βουλιαγμένης. Το άλλο διαμορφωμένο από τον άνθρωπο, το ιερό της Ήρας που λατρευόταν εδώ ως Ακραία και Λιμενία. Το ιερό ιδρύθηκε στα γεωμετρικά χρόνια και επιβίωσε ως την καταστροφή της Κορίνθου από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ.
Το Ηραίο Περαχώρας αναδείχθηκε σε έναν από τους σπουδαιότερους ιερούς τόπους των αρχαίων Ελλήνων και ασφαλώς συνδέεται με την διέλευση των ναυτικών από τον Κορινθιακό Ισθμό.
Η περιοχή καλύπτεται από χαμηλούς λόφους και μικρές πεδιάδες, πρόσφορες για μικρής κλίμακας γεωργική εκμετάλλευση και κτηνοτροφία, η οποία φαίνεται ότι και στην αρχαιότητα ήταν η κυριότερη πλουτοπαραγωγική δραστηριότητα.
Στις αρχές του 8ου αι. π.Χ. η περιοχή της Περαχώρας ανήκε στην επικράτεια των Μεγαρέων, που βρίσκονταν σε διαρκή αντιπαλότητα με τους Κορίνθιους, όπως και οι Αργείοι. Στα τέλη του 8ου αι. π.Χ. οι Κορίνθιοι ανατρέπουν δραστικά την πολιτική ισορροπία της περιοχής εισβάλλοντας και κατακτώντας όλο το δυτικό τμήμα της επικράτειας των Μεγαρέων, συμπεριλαμβανομένης της Περαχώρας. Έκτοτε το Ηραίο λειτουργεί από τους Κορίνθιους, και κατά την αρχαϊκή εποχή αναδεικνύεται ως το σημαντικότερο ιερό στην επικράτειά τους όπως αδιάσειστα μαρτυρούν τα πολύτιμα αφιερώματα που έχουν έρθει στο φως. Όχι τυχαία, η ακμή στη λειτουργία και την εμβέλεια του Ηραίου της Περαχώρας συμπίπτει με την οικονομική ανάπτυξη της ίδιας της Κορίνθου, που πρωταγωνιστεί στην υπερπόντια εξάπλωση του ελληνισμού προς τη Δύση.
Εντός του επισκέψιμου αρχαιολογικού χώρου προβάλλουν σήμερα οι λιμενικές εγκαταστάσεις του ιερού, ο Ναός, ο Βωμός, οι Στοές και τα Εστιατόρια, όπως θα ήταν μάλιστα στολισμένα με τα περίτεχνα αφιερώματα των πιστών τα οποία συγκεντρώθηκαν εκεί τους εννέα περίπου αιώνες της λειτουργίας του. Ανάμεσα στα πάμπολλα αναθήματα που ήλθαν στο φως και σήμερα φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και το Μουσείο Ισθμίας, περιλαμβάνονται τα πήλινα ομοιώματα οικίσκων, ομοιώματα γλυκισμάτων, πήλινα ειδώλια και πλακίδια γυναικείων μορφών, σιδερένια δρέπανα, οι σκαραβαίοι κι ένας μεγάλος αριθμός ελεφάντινων μικροαντικειμένων που παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλομορφία. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η μεγάλη συγκέντρωση και ποικιλία χάλκινων αφιερωμάτων που αφενός αντικατοπτρίζουν τον πλούτο που συγκεντρώθηκε στο ιερό, αφετέρου δίνουν πληροφορίες για την ποιότητα της παραγωγής των κορινθιακών εργαστηρίων.
-
Το Ιερό του Ποσειδώνα βρισκόταν πάνω στην αρχαία οδό που συνέδεε την Αθήνα με την Κόρινθο, κοντά στο ανατολικό πέρας του Ισθμού.
Εξαιτίας της στρατηγικής του θέσης, το ιερό αυτό έγινε ένα από τα τέσσερα μεγάλα Πανελλήνια Ιερά και τόπος συνάθροισης και σύσφιξης των δεσμών των Ελλήνων. Το γεγονός ότι το 480 π.Χ συγκεντρώθηκαν εδώ οι αντιπρόσωποι των ελληνικών πόλεων για να αποφασίσουν τον συνασπισμό τους ενάντια στους Πέρσες εισβολείς, αποτέλεσε ορόσημο για την αρχαία ελληνική ιστορία. Έκτοτε, η συγκέντρωση των Ελλήνων στα Ίσθμια απόκτησε συμβολικό χαρακτήρα και σπουδαίοι ηγέτες όπως ο Φίλιππος ο Β΄ (337 π.Χ.), ο Μέγας Αλέξανδρος (336 π.Χ.), ο Δημήτριος ο Πολιορκητής (302 π.Χ.), επεδίωξαν να συγκεντρώσουν εκπροσώπους των ελληνικών πόλεων-κρατών στα Ίσθμια προκειμένου να εξάρουν την κοινή προσπάθεια για την αντιμετώπιση του ξένου εχθρού.
Ο Ναός του Ποσειδώνα
Ο πρώτος ναός του Ποσειδώνα χρονολογείται ανάμεσα στο 690 και 650 π.Χ. και είναι ένας από τους αρχαιότερους ελληνικούς ναούς με διαμορφωμένα πλήρως τα κύρια αρχιτεκτονικά στοιχεία των δωρικών ναών. Είναι ίσως ο αρχαιότερος γνωστός ναός, του οποίου οι τοίχοι του σηκού ήταν κτισμένοι με μονή σειρά δόμων από ορθογωνισμένους λαξευτούς λίθους και στεγαζόταν με κορινθιακές κεράμους. Μέρος του αρχικού αρχιτεκτονικού σχεδιασμού του ναού αποτελούσε περιστύλιο με 7 X 18 κίονες στον στυλοβάτη, διαστάσεων 39,25 Χ 14,40μ. Ο σηκός του ναού είχε μήκος 100 ποδών (εκατόμπεδος) ή 32,38 μ., πλάτος 7,90 μ. και είχε πρόσβαση σε πρόναο στα ανατολικά.
Με μικρές μετατροπές, ο Ναός αυτός επιβίωσε μέχρι το 460-450 π.Χ. όταν και καταστράφηκε εντελώς από πυρκαγιά. Τα κατεστραμμένα ιερά αντικείμενα συσσωρεύτηκαν σε «αποθέτες» πλησίον του Ναού βόρεια και ανατολικά αυτού, ενώ ένα μεγάλο κυκλικό φρέαρ νοτιοδυτικά του Ναού, λειτούργησε επίσης ως αποθέτης αφού από το εσωτερικό του ανασύρθηκαν τμήματα πολλών πήλινων περιρραντηρίων, χάλκινα και πήλινα αναθήματα, τμήματα γλυπτών, επιγραφές και τεράστιες ποσότητες κεραμικής.
Μεταξύ του 450 και του 420 π.Χ. ένας επιβλητικός, περίπτερος, αμφιπρόστυλος δωρικός ναός, κτίζεται στη θέση του παλιού, χρησιμοποιώντας ως δομικό υλικό τον ντόπιο πωρόλιθο που εξορυσσόταν σε αφθονία από τα γειτονικά λατομεία των Εξαμιλίων. Ο ναός αυτός είναι περίπου σύγχρονος και το σχέδιό του σχεδόν ταυτίζεται με αυτό του ναού του Δία στην Ολυμπία, από τον οποίο είναι ελάχιστα μικρότερος. Η περίσταση του είχε 13 κίονες στις μακρές και 6 στις στενές πλευρές. Η στέγη έφερε μαρμάρινη σίμη διακοσμημένη με λεοντοκεφαλές-κρουνούς για την απορροή των όμβριων υδάτων. Ο σηκός αρχικά διατήρησε την διμερή διαίρεσή του με κεντρική κιονοστοιχία 6 κιόνων, πιθανά λόγω της διπλής λατρείας του Ποσειδώνα και της συζύγου του Αμφιτρίτης. Ο Βωμός επεκτάθηκε και έφτασε τα 40 μέτρα μήκος και πλάτος περίπου 1,80μ., γεγονός που τον καθιστά έναν από τους πλέον επιμήκεις βωμούς μαζί με αυτόν του ναού του Δία στη Νεμέα (μήκους 41 μ.).
Ο Ναός διατηρεί την κλασική μορφή του έως και τη ρωμαϊκή εποχή αν και υπέστη ζημιές το 146 π.Χ., κατά την καταστροφή της Κορίνθου από τους Ρωμαίους. Με την ανοικοδόμηση του ιερού στα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ. εξωραΐζεται το κτίριο και κτίζεται περιμετρικά ένας περίβολος. Εντός του περιβόλου ο Ναός του Ποσειδώνα, απογυμνωμένος μάλλον και από το περιστύλιο του, έδειχνε μικρός σε σχέση με άλλα ναϊκά οικοδομήματα. Για το λόγο αυτό ο Παυσανίας εκτιμά το ναό ως μικρών διαστάσεων συγκριτικά με άλλους αρχαίους περίπτερους ναούς.Το Παλαιμόνιο
Τα Ίσθμια, σύμφωνα με τον μύθο, άρχισαν σαν νεκρικοί αγώνες προς τιμή του παιδιού-ήρωα Μελικέρτη-Παλαίμονα. Όταν αυτός και η μητέρα του Ινώ-Λευκοθέα έπεσαν από ένα βράχο στον Σαρωνικό, ένα δελφίνι μετέφερε το νεκρό παιδί και το άφησε στην παραλία της Ισθμίας, κάτω από ένα πεύκο. Εκεί το βρήκε ο Σίσυφος, βασιλιάς της Κορίνθου, ο οποίος και ίδρυσε τους αγώνες προς τιμή του. Ο βωμός και το ιερό πεύκο βρίσκονταν κάπου στην ακτή της Ισθμίας. Ο μικρός Παλαίμονας με το δελφίνι ήταν ο θεός προστάτης των ναυτικών, που τους προστάτευε από τα ναυάγια. Στα χρόνια του Αδριανού (138 μ.Χ.), χτίστηκε ο πρώτος Ναός του Παλαίμονα με ένα περίβολο, στα ανατολικά του Ναού του Ποσειδώνα.
Το Στάδιο
Από τις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. τα Ίσθμια τελούνταν κατά το δεύτερο και τέταρτο χρόνο κάθε Ολυμπιάδας. Το πρόγραμμα περιλάμβανε αθλητικά αγωνίσματα όπως δρόμους ταχύτητας, πένταθλο (άλμα, δρόμο, δίσκο, ακόντιο και πάλη), πάλη, πυγμή, παγκράτιο, ιππικούς αγώνες και αρματοδρομίες. Αργότερα διενεργούνταν επίσης και μουσικοί διαγωνισμοί στο χώρο του Θεάτρου. Ο νικητής αρχικά έπαιρνε ως έπαθλο στεφάνι από πεύκο και αργότερα από αγριοσέληνο. Οι εορτασμοί που διαρκούσαν δύο ή τρεις μέρες περιλάμβαναν θυσίες στον Ποσειδώνα και τελετές προς τιμή του ήρωα Μελικέρτη-Παλαίμονα.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την διεξαγωγή των γυμνικών αγώνων των Ισθμίων ήταν η ύπαρξη ενός Σταδίου όπως και στα άλλα μεγάλα ιερά (Ολυμπία, Δελφοί, Νεμέα), όπου διοργανώνονταν Πανελλήνιοι Αγώνες. Το πρώτο Στάδιο κατασκευάζεται στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., όταν τα Ίσθμια συμπεριλήφθηκαν στον τετραετή κύκλο (την λεγόμενη «Περίοδο») των τεσσάρων μεγάλων Πανελλήνιων εορταστικών εκδηλώσεων. Αρχικά, αποτελείτο μόνο από έναν επιπεδωμένο στίβο περιμετρικά του οποίου στέκονταν οι θεατές. Το μήκος του έφθανε τους 600 ελληνικούς πόδες ή ένα στάδιο (=193μ.) Γύρω στο 500 π.Χ. κατά μήκος της βορειοανατολικής πλευράς του στίβου κατασκευάστηκε με συσσώρευση χώματος και λίθων, ένα ανάχωμα που χρησίμευε ως κερκίδα για τους θεατές.
Τον 4ο αιώνα π.Χ. νέες αλλαγές έγιναν στο Στάδιο. Από τη φάση αυτή σώθηκε τμήμα της σφενδόνης του αρχαίου σταδίου και ένα μοναδικό μηχανικό σύστημα άφεσης των αθλητών, η λεγόμενη «ύσπληγα». Το πρώτο αυτό Στάδιο έπαψε να λειτουργεί λίγο μετά το 300 π.Χ. και αντικαταστάθηκε από ένα μεγαλύτερο που εντοπίζεται 240 μ. νοτιοανατολικά. Το νέο Στάδιο χρησιμοποιήθηκε και κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια.
Το Θέατρο
Το Θέατρο βρίσκεται στο πρανές μιας ρεματιάς βορειοανατολικά του πλατώματος του τεμένους του Ποσειδώνα. Η πρώτη φάση του χρονολογείται στο β΄ μισό του 5ου αιώνα π.Χ όταν κατασκευάστηκε ένα τρίπλευρο κοίλο για τους θεατές. Η ορχήστρα τοποθετήθηκε στη βάση του κοίλου. Έναν περίπου αιώνα αργότερα, το κοίλο διευρύνθηκε και απέκτησε καμπύλο σχήμα. Η σκηνή αναμορφώθηκε και κατασκευάστηκε προσκήνιο, του οποίου τα έντεκα ανοίγματα που δημιουργούνταν ανάμεσα στους πεσσούς στήριξης έκλειναν με περιστρεφόμενες θύρες. Όλη η κατασκευή ήταν από ξύλο και μπορούσε να αποσυναρμολογείται στα μεσοδιαστήματα των εορταστικών περιόδων.
Τα ρωμαϊκά χρόνια, όταν οι αγώνες επέστρεψαν στο ιερό, το κοίλο του Θεάτρου διευρύνθηκε. Η σκηνή ανακατασκευάστηκε, πιθανά για την συμμετοχή του αυτοκράτορα Νέρωνα στους αγώνες.
Τα Ρωμαϊκά Λουτρά
Τα Ρωμαϊκά Λουτρά βρίσκονται στο βόρειο άκρο του αρχαιολογικού χώρου . Κατασκευάστηκαν γύρω στα 150-160 μ.Χ. με χορηγία κάποιου πλούσιου ευπατρίδη, πιθανότατα του Αθηναίου Ηρώδη του Αττικού ο οποίος είχε αφιερώσει παρόμοια έργα και σε άλλα ελληνικά Ιερά. Τα Λουτρά κοσμούνταν με γλυπτά, ψηφιδωτά, τοιχογραφίες και ποικιλίες μαρμάρων που είχαν μεταφερθεί στα Ίσθμια από διάφορες περιοχές της ρωμαϊκής επικράτειας. Την αισθητική του χώρου συμπλήρωνε σύστημα κρηνών, από τις οποίες δροσερό νερό έρεε άφθονο σε ευρύχωρες πισίνες. Υπήρχαν αναπαυτικά έδρανα και ο χώρος προσφερόταν για κοινωνικές και φιλοσοφικές συζητήσεις, ίσως ακόμα και για θρησκευτικές τελετές. Τα 14 δωμάτια του κτιρίου ήταν ευρύχωρα και καλύπτονταν πιθανά από μεγάλες θολωτές σκεπές.
-
Στη στενή πεδιάδα μεταξύ του Σαρωνικού κόλπου και του όρους Γεράνεια, κοντά στο χωριό των Αγίων Θεοδώρων, εντοπίζεται η αρχαία πόλη Κρομμυών, η βορειότερη κορινθιακή κώμη. Η σημασία της κώμης αντανακλάται στη συχνή αναφορά της στις αρχαίες πηγές. Μυθολογικά ο Κρομμυών σχετίζεται με το Θησέα, που σκότωσε τον θηλυκό κάπρο Φαία στην περιοχή. Ο Παυσανίας στο έργο του Κορινθιακά ανάγει το όνομα της πόλης στον ήρωα Κρόμο, γιο του Ποσειδώνα.
Ο Ξενοφών αναφέρει πως υπήρξε τειχισμένη κώμη, προφανώς λόγω της στρατηγικής θέσης της στο μέσον της παραλιακής οδού που οδηγούσε από τα Μέγαρα στην Κόρινθο. H καίρια θέση της την καθιστούσε αιτία χρόνιας διένεξης μεταξύ των δύο όμορων πόλεων. Ο Στράβων μας παραδίδει ότι ο Κρομμυών αποτέλεσε κτήση των Μεγάρων κατά την εποχή της ακμής τους, και – πιθανότατα μετά τον 6ο αι. π.Χ. – προσαρτήθηκε στην Κόρινθο.
Ανάμεσα στα αρχαία κατάλοιπα που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη της αρχαίας πόλης συγκαταλέγονται τμήμα του γεωμετρικού νεκροταφείου, υστεροαρχαϊκός, κυκλικός, θεατροειδής χώρος με πλακόστρωτο δάπεδο, του οποίου η χρήση παραμένει άγνωστη, τμήμα του κλασικού νεκροταφείου της κώμης, κατάλοιπα κλασικών και ελληνιστικών οικιών με ιδιαίτερα επιμελημένα δάπεδα από ασβεστοκονίαμα και βότσαλα κ.α.
-
Σε απόσταση 3 χλμ. δυτικά του Ιερού της Ισθμίας εντοπίζονται τα κατάλοιπα μιας εκτεταμένης πολίχνης που ταυτίστηκε με την κώμη Κρώμνα, με αφορμή μία αναφορά του ποιητή Καλλίμαχου στη θέση Κρωμνίτης, πλησίον του Ισθμού και του Λεχαίου. Η κατοίκηση της περιοχής εκτείνεται από τα Κεσίμια ως την Περδικαριά, βόρεια της Ράχης Μπόσκας. Η παρουσία εκτεταμένων λατομείων πωρολίθου, που εκτείνονται σε μήκος τριών περίπου χιλιομέτρων κατά μήκος της οδού που συνέδεε την Αρχαία Κόρινθο με τον Ισθμό, αποτέλεσε πηγή πλούτου, καθώς ο κορινθιακός αυτός λίθος υπήρξε ένα από τα κύρια εξαγώγιμα προϊόντα της αρχαίας πόλης. Μολονότι δεν έχει έως σήμερα διενεργηθεί συστηματική έρευνα στην περιοχή, επιφανειακά ευρήματα καταδεικνύουν εκτεταμένη κατοίκηση της περιοχής στους αρχαϊκούς, κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους. Με την περιοχή συνδέθηκε η επιτύμβια στήλη του τέλους του 4ου/ αρχών 3ου αιώνα π.Χ., που φέρει την επιγραφή «ΑΓΑΘΩΝ ΚΡΩΜΝΙΤΗΣ».
-
Το λιμάνι των Κεγχρεών υπήρξε το ανατολικό επίνειο της Κορίνθου στο Σαρωνικό κόλπο. Στις Κεγχρεές κατασκευάστηκαν πρωτοποριακές λιμενικές εγκαταστάσεις κατά τη διάρκεια των Ρωμαϊκών χρόνων και το λιμάνι λειτούργησε ως ασφαλές καταφύγιο των εμπορικών πλοίων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αναπτυχτεί στη περιοχή η εμπορική δραστηριότητα η οποία συνέβαλλε ουσιαστικά στην διαμόρφωση μιας πλούσιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Οι Κεγχρεές λειτούργησαν ως δορυφόρος της Κορίνθου και αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι δεν απέκτησαν ποτέ το δικό τους νόμισμα.
Στην περιοχή προσδιορίζονται εμπορικοί δρόμοι που κατέληγαν στο λιμάνι και ένωναν την Κόρινθο και άλλους σημαντικούς οικισμούς της ενδοχώρας με αυτό. Επίσης, ένας δρόμος παράκτιος και παράλληλος με τη σύγχρονη οδό της Επιδαύρου, υπήρξε ένα από τα βασικά περάσματα προς νότο που οδηγούσαν στην Αργολίδα. Την πλήρη εποπτεία της περιοχής φαίνεται ότι προσέφεραν οι οχυρώσεις που εντοπίστηκαν στο Στανοτόπι, στα Όνεια όρη, δυτικά από τα λουτρά της Ωραίας Ελένης και χρονολογούνται από τον 4ο αι. π.X. με αδιάλειπτη χρήση έως τη ρωμαϊκή και μεσαιωνική περίοδο. Οι οχυρώσεις αυτές αποδεικνύουν ότι από την κλασική ακόμη εποχή, οι Κεγχρεές ήταν βαρύνουσας στρατηγικής σημασίας για τους Κορίνθιους, οι οποίοι μεριμνούσαν για τον έλεγχο των οδικών αρτηριών προς το λιμάνι αλλά και τον Ισθμό.
Επίσης, η επίσκεψη του Απόστολου Παύλου το 51μ.Χ. στις Κεγχρεές, απ’ όπου αναχώρησε για την Έφεσο, αποτελεί σημαντικό σταθμό στην ιστορία του λιμανιού. Σηματοδοτεί την ίδρυση της πρώτης Χριστιανικής κοινότητας και παράλληλα επιβεβαιώνει την λειτουργία μιας οργανωμένης πλέον κοινωνίας στο λιμάνι, το οποίο είχε ήδη εξελιχθεί σε σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο προς την Μ. Ασία. Η χριστιανική Βασιλική των Κεγχρεών πιθανότατα κατασκευάστηκε στα τέλη του 5ου αι. μ. Χ με αρχές του 6ου αι. μ. Χ και χρησιμοποιήθηκε μέχρι τα μέσα του 7ου αι. μ. Χ.
Γενικότερα τα ταφικά και οικιστικά κατάλοιπα, που εντοπίστηκαν περιμετρικά του λιμανιού, επιβεβαιώνουν μια έντονη, σχεδόν αδιάλειπτη και πυκνή οικοδομική δραστηριότητα με πυρήνα το λιμάνι, από τους ρωμαϊκούς μέχρι και τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους. Ωστόσο, ο λοιμός του 542, οι σεισμοί του 522, 551 και 580, αλλά και η επιδρομή των Βαρβάρων το 580 μ.Χ. προκαλούν την σταδιακή εγκατάλειψη του λιμανιού με μικρές προσπάθειες αναβίωσης στα τέλη του 5ου αι. μ.Χ. και μέχρι τον 7ο αι. μ. Χ. Τότε μεσολαβεί μια νέα περίοδος παρακμής, ίσως και εγκατάλειψης, για περίπου δύο αιώνες, φτάνοντας τελικά στον 10ο αι. , όπου επαναχρησιμοποιείται το λιμάνι καθ’ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αλλά και στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας.
-
Το δυτικό λιμάνι της Κορίνθου βρίσκεται στις ακτές του Κορινθιακού Κόλπου. Αρχικά επρόκειτο για βάλτο, ο οποίος διαμορφώθηκε κατά τους αρχαϊκούς χρόνους, χάρη σε εκτεταμένες εκσκαφές και εκβαθύνσεις, αλλά και με την ενίσχυση της λωρίδας ξηράς προς το μέρος της ανοιχτής θάλασσας που λειτούργησε ως κυματοθραύστης. Το Λέχαιο έγινε ο κύριος δίαυλος επικοινωνίας της Κορίνθου με τη δυτική Μεσόγειο, καθώς από εκεί ξεκίνησαν τα κορινθιακά πλοία για την εμπορική και αποικιακή κατάκτηση της. Λόγω της σπουδαιότητάς του για την ασφάλεια και την βιωσιμότητα της πόλης σε καιρό ειρήνης αλλά και πολέμου, το λιμάνι συνδέθηκε με την Κόρινθο με την κατασκευή των Μακρών Τειχών. Η σημασία του επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία του Πλουτάρχου ότι εκεί οργανώθηκε το συμπόσιο των «Επτά Σοφών», με οικοδεσπότη τον τύραννο Περίανδρο, ενώ ο Ξενοφώντας αναφέρει την κατάληψή του από τον Σπαρτιάτη Αγησίλαο τον 4ο αιώνα π.Χ., με σκοπό την παρεμπόδιση του ανεφοδιασμού της Κορίνθου. Ο Στράβων αναφέρει ότι τον 1ο αιώνα π.Χ., το Λέχαιο είχε λίγους κατοίκους και παρέμενε τειχισμένο.
Με αφορμή την ίδρυση της Colonia Laus Iulia Corinthiensis, στην εποχή του αυτοκράτορα Κλαύδιου (41-54 .Χ.), οι λιμενικές εγκαταστάσεις αναβαθμίζονται και κατασκευάζονται λιμενοβραχίονες (μόλοι), οι οποίοι ακόμη και σήμερα διακρίνονται κάτω από τη στάθμη της θάλασσας. Έναν αιώνα αργότερα ο Παυσανίας βλέπει στο Λέχαιο ένα ιερό του Ποσειδώνα και το χάλκινο άγαλμα του θεού. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. η περιοχή αναβαθμίζεται, με πρωτοβουλία του Ανθύπατου της επαρχίας της Αχαΐας Φλάβιου Ερμογένη, ο οποίος τιμήθηκε από τους πολίτες με την ανίδρυση του ανδριάντα του στον χώρο του λιμανιού.
Στις αρχές του 6ου αιώνα μ.Χ. στο λιμάνι ανεγέρθηκε μία ιδιαίτερα εντυπωσιακή χριστιανική βασιλική, αφιερωμένη στον επίσκοπο Αθηνών Λεωνίδη, που μαρτύρησε με επτά γυναίκες, περί τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ., με καταποντισμό στη θάλασσα της περιοχής.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη σε μήκος βασιλική στον ελλαδικό χώρο (περ. 180μ.). Ο ναός ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής με πεντάκλιτο εγκάρσιο κλίτος και τρούλλο, νάρθηκα, διπλό αίθριο, τριμερές βαπτιστήριο στα βορειοδυτικά και μεγάλο αριθμό προσκτισμάτων. Πιθανώς η χρήση της βασιλικής να έπαυσε τον 7ο αιώνα μετά και την κατάρρευσή της από σεισμό.
Τα ανασκαφικά ευρήματα από την περιοχή της βασιλικής δείχνουν ότι ο χώρος του αρχαίου λιμανιού ήταν σε χρήση μέχρι και την περίοδο της Φραγκοκρατίας.
-
Η σημαντικότερη κώμη της ανατολικής Κορινθίας είναι η Σολυγεία, κοντά στο σημερινό χωριό Γαλατάκι, η οποία είναι γνωστή από το Θουκυδίδη. Ο αρχαίος συγγραφέας αναφέρει ότι η Σολυγεία βρισκόταν κοντά στην ακτή του Σαρωνικού, απείχε από την Κόρινθο 60 στάδια (περίπου 11 χλμ.) και από τον Ισθμό 20 στάδια (περίπου 4χλμ.). Στην περιοχή αυτή διεξήχθη το 424 π.Χ. μια από τις σφοδρότερες μάχες του Πελοποννησιακού πολέμου μεταξύ Αθηναίων και Κορινθίων, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 212 Κορίνθιοι και 50 Αθηναίοι.
Η ανασκαφική έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο χωριό Γαλατάκι πιστοποίησε την κατοίκηση του χώρου από τα μυκηναϊκά χρόνια. Εκεί αποκαλύφθηκε ένα αψιδωτό κτήριο των αρχαϊκών χρόνων, αφιερωμένο στη λατρεία θηλυκών θεοτήτων, ενδεχομένως της Δήμητρας και της Κόρης, χτισμένο με πλιθιά. Στο κτήριο βρέθηκε αποθέτης με χίλια περίπου αναθηματικά αγγεία και 50 ειδώλια. Την ύπαρξη της κώμης επιβεβαιώνει επιγραφή από την Ισθμία, γραμμένη σε κορινθιακό αλφάβητο, η οποία αναφέρει το όνομα του Σολυγειάτη αναθέτη.
-
Η Τενέα ήταν ο σημαντικότερος οικισμός στην περιοχή της Τενεάτιδας και για το μεγαλύτερο διάστημα της ιστορίας της λειτούργησε, όχι ως ανεξάρτητη πόλη – κράτος, αλλά ως κώμη της Κορίνθου.
Σύμφωνα με την παράδοση, οι Τενεάτες είχαν καταγωγή από την Τένεδο και ήταν αιχμάλωτοι του Τρωικού Πολέμου, στους οποίους ο Αγαμέμνων έδωσε την άδεια να εγκατασταθούν στην Τενέα. Για το λόγο αυτό τιμούσαν το θεό Απόλλωνα και προς τιμήν του είχαν αναγείρει ιερό του Τενεάτου Απόλλωνος.
Η κώμη βρισκόταν κοντά στα στενά της Κλεισούρας στο Αγιονόρι, απ’ όπου σύμφωνα με τις γραπτές πηγές περνούσε η Κοντοπορεία, ο σύντομος δρόμος που ένωνε την Κόρινθο με το Άργος.
Η ακριβής θέση της Τενέας δεν έχει επιβεβαιωθεί ανασκαφικά, συμπεραίνεται, όμως, από τις αρχαίες πηγές ότι βρισκόταν σε μία εύφορη κοιλάδα, ανάμεσα στους σύγχρονους οικισμούς Κλένια, Χιλιομόδι και Αθίκια.
Με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά και τις αναφορές των αρχαίων συγγραφέων, η Τενέα διάγει περίοδο ακμής κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο, χάρη στη στρατηγική της θέση, την εμπορική της δραστηριότητα και τον ενεργό ρόλο που έπαιξε στον αποικισμό των Συρακουσών από τους Κορίνθιους, με οικιστή τον Αρχία.
Σε κάποιο χρονικό σημείο, όχι πολύ πριν το 146 π.Χ., η Τενέα ανεξαρτητοποιήθηκε από την Κόρινθο και απέφυγε τη ρωμαϊκή καταστροφή. Σύμφωνα με την παράδοση, αυτό συνέβη γιατί Ρωμαίοι και Τενεάτες είχαν κοινή καταγωγή από την Τένεδο.
Στην περιοχή του Αγίου Νικολάου Αθικίων βρέθηκε το 1846, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, ένας κούρος, γνωστός ως «Κούρος της Τενέας», που από το 1854 εκτίθεται στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου. Το άγαλμα έχει ύψος 1,53 μ., είναι κατασκευασμένο από παριανό μάρμαρο και χρονολογείται στα 575 – 550 π.Χ.
Το Μάιο του 2010 οι διωκτικές αρχές εξάρθρωσαν σπείρα αρχαιοκάπηλων, οι οποίοι είχαν παράνομα στην κατοχή τους δύο αρχαϊκούς κούρους που χρονολογούνται στα 530 – 520 π.Χ. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία διενήργησε εκτεταμένη σωστική ανασκαφή στον αγρό που οι αρχαιοκάπηλοι εντόπισαν τα δύο αγάλματα και έφερε στο φως εκτός από τα ελλείποντα μέλη των δύο αγαλμάτων, αρχαία οδό και νεκροταφείο του 6ου – 4ου αι. π.Χ., που αναπτυσσόταν εκατέρωθεν αυτής.
Μοναδική περίπτωση ευρήματος αποτελεί, επίσης, η γραπτή πώρινη σαρκοφάγος του Χιλιομοδίου, που χρονολογήθηκε στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. και συνδέεται με την αρχαία Τενέα. -
Η Αρχαία Νεμέα βρίσκεται σε μία μικρή εύφορη κοιλάδα περιβαλλόμενη από χαμηλά όρη. Η ονομασία της προέρχεται από τη λέξη “νέμος” που σημαίνει λιβάδι, βοσκότοπος. Η θέση της Νεμέας σε ουδέτερο έδαφος, μεταξύ Αχαΐας, Αρκαδίας, Αργολίδας και Κορινθίας την κατέστησε κατάλληλη για τη δημιουργία ενός πανελλήνιου θρησκευτικού κέντρου, όπου τελούνταν τα Νέμεα, οι τέταρτοι κατά σειρά πανελλήνιοι αγώνες.
Το ιερό αποκτούσε ζωή μόνο κατά τη διάρκεια των αγώνων, τους θερινούς μήνες, και ελεγχόταν από τις κοντινές πόλεις-κράτη, αρχικά από τις Κλεωνές και από τον 5ο αι. π.Χ. από το Άργος.
Η πρωιμότερη οικοδομική δραστηριότητα στον χώρο τοποθετείται στο β΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ., οπότε και κατασκευάσθηκαν ο πρώιμος ναός του Διός και το Ηρώο του Οφέλτη. Κατά το τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. το ιερό καταστράφηκε και οι αγώνες μεταφέρθηκαν στο Άργος.
Το 330 π.Χ. οι αγώνες επέστρεψαν στη Νεμέα, γεγονός που συνδέεται με την πανελλήνια πολιτική των Μακεδόνων. Την ίδια περίοδο ανακατασκευάσθηκε ο ναός του Διός, στον οποίο συνδυάζονται οι τρεις αρχαιοελληνικοί αρχιτεκτονικοί ρυθμοί (δωρικός, ιωνικός και κορινθιακός). Παράλληλα, κατασκευάσθηκαν και κτήρια που εξυπηρετούσαν πρακτικές ανάγκες: ο Ξενώνας, οι Οίκοι, το Λουτρό, το Εστιατόριο και οι Οικίες.
Το 271 π.Χ. οι αγώνες μεταφέρθηκαν για μία ακόμη φορά στο Άργος και έκτοτε το ιερό εγκαταλείφθηκε σταδιακά.
Κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο (ύστερος 4ος–5ος αι. μ.Χ.) αναπτύχθηκε στον χώρο ένας μεγάλος αγροτικός οικισμός. Το 453 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος απαγόρευσε τη λειτουργία των παγανιστικών ιερών και ξεκίνησε η συστηματική καταστροφή του ναού του Διός, το δομικό υλικό του οποίου χρησιμοποιήθηκε για την οικοδόμηση μίας τρίκλιτης βασιλικής.
O οικισμός εγκαταλείφθηκε γύρω στο 580 μ.Χ. εξαιτίας των σλαβικών επιδρομών στην Πελοπόννησο.
Το Αρχαίο Στάδιο της Νεμέας
Το στάδιο της Νεμέας βρίσκεται 450μ. νοτιοανατολικά του ιερού του Διός. Ήταν άμεσα συνδεδεμένο μαζί του καθώς αποτελούσε τον κύριο χώρο διεξαγωγής των Νεμέων, ενός από τους τέσσερις πανελλήνιους αγώνες στην αρχαία Ελλάδα.
Σύμφωνα με το μύθο, οι αγώνες ιδρύθηκαν σε ανάμνηση του θανάτου του Οφέλτη, γιου του Λυκούργου, βασιλιά – ιερέα της Νεμέας. Κατά μία άλλη άποψη, τους αγώνες ίδρυσε ο Ηρακλής προς τιμήν του Δία, με τη βοήθεια του οποίου κατόρθωσε να σκοτώσει το λιοντάρι της Νεμέας. Οι αγώνες λάμβαναν χώρα κάθε δύο χρόνια και περιλάμβαναν μουσικούς, θεατρικούς και κυρίως αθλητικούς αγώνες.
Γύρω στο 415 π.Χ. το ιερό του Διός καταστράφηκε και τα χρόνια που ακολούθησαν οι αγώνες διεξάγονταν στο Άργος. Το 330 π.Χ. οι Αργείοι αποφάσισαν να ξεκινήσουν ένα μεγάλο οικοδομικό πρόγραμμα και να μεταφέρουν τους αγώνες ξανά στη Νεμέα. Παρόλα αυτά, οι αγώνες επέστρεψαν στο Άργος το 271 π.Χ., όπου και τελούνταν μέχρι την κατάργησή τους από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο το 393 μ.Χ.
Το Στάδιο κατασκευάσθηκε το 330-320 π.Χ. στο πλαίσιο του αργίτικου οικοδομικού προγράμματος. Ο στίβος είχε μήκος 600 πόδια. Στη λίθινη γραμμή εκκίνησης, τη βαλβίδα, ήταν τοποθετημένος ένας μηχανισμός εκκίνησης, η ύσπληγα, που διασφάλιζε την ταυτόχρονη εκκίνηση των δρομέων. Οι περισσότεροι θεατές κάθονταν στο έδαφος, καθώς έχουν βρεθεί μόνο λίγα λίθινα εδώλια. Οι κριτές, οι Ελλανοδίκες, επέβλεπαν τη διεξαγωγή των αγώνων από μία εξέδρα στην ανατολική πλευρά του Σταδίου. Σε μία φυσική κοιλότητα ανατολικά του Σταδίου έχει εντοπισθεί ένα ορθογώνιο οικοδόμημα με εσωτερική αυλή, το Αποδυτήριο, ο χώρος προετοιμασίας των αθλητών. Από εκεί, οι αθλητές εισέρχονταν στο Στάδιο μέσω μίας υπόγειας θολωτής διόδου μήκους 36μ., της Κρυπτής Εισόδου.
-
Ο αρχαιολογικός χώρος της Αρχαίας Σικυώνας απλώνεται σε ένα πλάτωμα του λόφου του Βασιλικού. Αποτελείται από το ανασκαμμένο τμήμα της Αγοράς της ελληνιστικής και ρωμαϊκής πόλης, το Θέατρο, το Στάδιο και τις ρωμαϊκές Θέρμες (Βαλανείο).
Το Μουσείο της Σικυώνας στεγάζεται από το έτος 1935 σε τμήμα του ρωμαϊκού Βαλανείου (Θέρμες). Στον αίθριο χώρο του και στις τρεις αίθουσες εκτίθενται οι θησαυροί της Σικυώνας και των γύρω περιοχών καθώς και ευρήματα από τη πόλη Στύμφαλο, την πόλη Πελλήνη και το Σπήλαιο των Πιτσών και χρονολογούνται από τη μυκηναϊκή έως και την παλαιοχριστιανική περίοδο.
Στην αγορά της Σικυώνας έχει ανασκαφεί ένας ναός που χρονολογείται με βάση τις κατασκευαστικές φάσεις από την αρχαϊκή ως και την ελληνιστική εποχή. Την παλαιοχριστιανική εποχή μετατράπηκε σε Βασιλική.
Στο νοτιοδυτικό τμήμα της αγοράς, στις υπώρειες της ελληνιστικής ακρόπολης δεσπόζει το Γυμνάσιο – Παλαίστρα, που χρονολογείται στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή. Το μνημειακό συγκρότημα απλώνεται σε δύο αναλήμματα (επίπεδα), που επικοινωνούν μεταξύ τους με τρεις κλίμακες ανόδου. Ξεχωρίζουν οι δύο κρηναίες κατασκευές, τοποθετημένες κατά μήκος του αναλημματικού τοίχου που συγκρατεί το ανώτερο επίπεδο του οικοδομήματος.
Στο ανατολικό ανασκαμμένο τμήμα της αγοράς έχει ανασκαφεί το Βουλευτήριο και μια επιμήκης στοά, που κατασκευάστηκαν τον 4ο αι π.Χ. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή το Βουλευτήριο μετατράπηκε σε Θερμές, (δημόσια λουτρά), ενώ και η στοά δέχτηκε επισκευές για εργαστηριακή χρήση.
Το Θέατρο, λαξευμένο σε ένα φυσικό κοίλωμα στις υπώρειες της ελληνιστικής ακρόπολης, χρονολογείται στα τέλη του 4ο αι. π.Χ. Αποτελείται από το κοίλο, την ορχήστρα και τη σκηνή, ενώ μοναδικά δείγματα ελληνιστικής αρχιτεκτονικής αποτελούν οι δύο θολωτές δίοδοι στα άκρα του κοίλου για την είσοδο των θεατών. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή δέχτηκε προσθήκες, κυρίως στο σκηνικό οικοδόμημα.
Το Στάδιο (6) στα δυτικά του Θεάτρου, αν και δεν έχει ανασκαφεί, διαγράφεται λόγω της μορφολογίας του εδάφους. Στο νότιο άκρο του διακρίνεται η σφενδόνη, ενώ ο επιμήκης στίβος απολήγει σε αναλημματικούς τοίχους που συγκρατούσαν τις επιχώσεις στο βόρειο άκρο.