Ο συγκεκριμένος πίνακας απεικονίζει σκηνή από έναν σικυώνιο μύθο που μας παραδίδεται από τον Ηρόδοτο: όταν ο Κλεισθένης, τύραννος της Σικυώνας, αποφάσισε να παντρέψει την κόρη του Αγαρίστη, κάλεσε υποψήφιους από γνωστές οικογένειες όλου του ελληνικού κόσμου, τους οποίους φιλοξένησε. Παραβρέθηκαν περίπου δεκατέσσερις μνηστήρες, μεταξύ των οποίων, από την Αθήνα, ο Ιπποκλείδης, γιος του Τεισάνδρου και ο Μεγακλής, της γνωστής οικογένειας των Αλκμεωνιδών. Ο Κλεισθένης θεώρησε καλύτερο γαμπρό τον Ιπποκλείδη και οργάνωσε μια μεγάλη γιορτή για να ανακοινώσει την επιλογή του. Εκεί, ο Ιπποκλείδης έχοντας πιει αρκετό κρασί, άρχισε να χορεύει, κάτι που ο Κλεισθένης θεώρησε πρόκληση και αναίδεια. Ο χορός κορυφώθηκε με τον υποψήφιο γαμπρό να ανεβαίνει σε ένα τραπέζι, να ισορροπεί με το κεφάλι προς τα κάτω και κουνά τα πόδια προς τα πάνω. Η σκηνή αυτή παριστάνεται, αν και αποσπασματικά, στο συγκεκριμένο πλακίδιο. Τότε ο Κλεισθένης εξερράγη και του είπε: «Ω γιε του Τεισάνδρου, με το χορό σου έχασες τον γάμο», για να απαντήσει ο Ιπποκλείδης «Ου φροντίς Ιπποκλείδη», δηλαδή «δεν τον νοιάζει τον Ιπποκλείδη!» – μια φράση που σύμφωνα με τον Ηρόδοτο έμεινε παροιμιώδης. Έτσι, ο Κλεισθένης έδωσε την κόρη του στον Μεγακλή και ο Ιπποκλείδης, όπως και οι υπόλοιποι μνηστήρες, έφυγαν άπραγοι από την Σικυώνα. Ο Ιπποκλείδης ήταν μέλος της πλούσιας Αθηναϊκής οικογένειας των Φυλαϊδών και υπηρέτησε ως επώνυμος άρχοντας της Αθήνας το έτος 566-565 π.Χ.